μομφος

μομφος
    μόμφος
     Eur. = μομφή См. μομφη

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μομφος" в других словарях:

  • μόμφος — μόμφος, ὁ (Α) μομφή, μέμψη, κατηγορία, ψόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μομφή με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • μόμφος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόμφον — μόμφος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάμομφος — κατάμομφος, ον (Α) 1. άξιος μομφής 2. δυσοίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μομφος (< μομφή < μέμφομαι), πρβλ. ά μομφος, επί μομφος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»